- παρήιον
- παρήιον (παρειά): cheek, jaw; cheekpiece of a bridle, Il. 4.142.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
παρήιον — παρήϊον , πάρειμι 2 ibo imperf ind act 3rd pl (epic ionic) παρήιον cheek neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρήϊον — τὸ, Α 1. παρειά, μάγουλο 2. (για άλογα) κόσμημα στα πλάγια τού χαλιναριού το οποίο κάλυπτε τις παρειές, παραγναθίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρειά* «μάγουλο» + επίθημα ήϊον (πρβλ. πρυταν ήϊον)] … Dictionary of Greek
παρηίοις — παρήιον cheek neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρηΐς — ΐδος και παρηϊάς, άδος και συνηρ. τ. παρῇς, ῇδος, ἡ, Α παρήϊον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρειά* «μάγουλο» + επίθημα ίς / ιάς] … Dictionary of Greek
παρήια — παρήϊα , πάρειμι 2 ibo imperf ind act 1st sg (epic ionic) παρήιον cheek neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)